συνέμφασις

συνέμφασις
συνέμ-φᾰσις, εως, ,
A joint or secondary indication, τινος of a thing, S.E.M.7.239, Ath.7.325b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνέμφασις — άσεως, ἡ, Α [συνεμφαίνω] (ιδίως για λογοπαίγνια) η εκ παραλλήλου με την κύρια δευρερεύουσα σημασία, αυτό που υπονοείται σε μια λέξη εκ παραλλήλου με την κύρια σημασία …   Dictionary of Greek

  • συνεμφάσεις — συνέμφασις joint fem nom/voc pl (attic epic) συνέμφασις joint fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέμφασιν — συνέμφασις joint fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεμφάσεως — συνεμφάσεω̆ς , συνέμφασις joint fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”